Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, μέσα στο 2019 καταγγέλθηκαν 5221 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και μέσα στο 2020, 5413. Το γεγονός ότι η πλειονότητα των θυμάτων ήταν γυναίκες και η πλειοψηφία των θυτών άνδρες, δεν κάνει σε κανέναν εντύπωση. Όλοι γνωρίζουμε την κατάσταση, ωστόσο οι περισσότεροι, έστω και άθελά μας, τη συντηρούμε εξισώνοντας συχνά την ευθύνη ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα.
Οι γυναίκες που έρχονται στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή για να διαχειριστούν ενδοοικογενειακά προβλήματα, συχνά αργούν να αποκαλύψουν τον «ελέφαντα στο δωμάτιο»: την κακοποίηση. Η επιφυλακτικότητα αυτή είναι φυσικά πολυπαραγοντική, ωστόσο σχεδόν πάντα έχει έναν κοινό παρανομαστή. Οι γυναίκες που κακοποιούνται νιώθουν ενοχή. Και, όχι, δεν νιώθουν ενοχή γιατί έχουν μερίδιο ευθύνης, γιατί «φταίνε κι οι δυό». Έχουν ενοχή γιατί αδυνατούν να επικυρώσουν το συναίσθημά τους και γιατί το μήνυμα του κακοποιητή είναι σχεδόν πάντα διπλό.
Η συναισθηματική επικύρωση είναι μια διαδικασία επιβεβαίωσης αυτού που νιώθουμε μέσα από τις αντιδράσεις του περιβάλλοντός μας. Ένα παιδί που έχει την τύχη να μεγαλώσει με γονείς που είναι συντονισμένοι με τις ανάγκες και τα συναισθήματά του και είναι σε θέση να καθρεφτίσουν και να αποδεχθούν όλες τις συναισθηματικές του αποχρώσεις, διαμορφώνει σταδιακά μια θετική εικόνα για τον εαυτό και για τους άλλους. Είναι αυτό που ο Bowlby ονόμασε «ενεργό μοντέλο επεξεργασίας» που απορρέει από έναν ασφαλή πρωταρχικό δεσμό με τα σημαντικά πρόσωπα φροντίδας. Σε αυτή την περίπτωση, η συναισθηματική επικύρωση του περιβάλλοντος εσωτερικεύεται για να διαμορφώσει προοδευτικά μια ισχυρή διαδικασία αυτό-επικύρωσης. Τα παιδιά όμως που δεν είχαν την τύχη να μεγαλώσουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αμφιβάλλουν διαρκώς και ως ενήλικες για την εγκυρότητα των συναισθημάτων τους και εξακολουθούν να αναζητούν την επικύρωσή τους από τους γύρω τους. Στην περίπτωση των κακοποιημένων γυναικών, αυτή η επικύρωση συχνά δίνει τη θέση της στη «συναισθηματική ακύρωση». Η συναισθηματική εμπειρία απορρίπτεται, κρίνεται ή υποτιμάται από το περιβάλλον. «Ξέρεις πως είναι οι άντρες… αν είπε και μια κουβέντα παραπάνω… πάνω στα νεύρα του… ε, μην κάνεις κι εσύ έτσι… δεν έγινε και τίποτα… αφού σου ζήτησε συγγνώμη… σε αγαπάει κατά βάθος, απλώς είναι λίγο απότομος… μα κι εσύ γκρινιάζεις πολύ… δεν μπορεί, κάτι θα του έκανες, δεν είναι τρελός…». Το «με ταπείνωσε» μετατρέπεται πολύ γρήγορα στο «τον έφεραν στα όριά του». Το «δεν με σέβεται» δίνει τη θέση του στο «άντρας είναι, θα πει και μια κουβέντα παραπάνω».
Εκτός αυτού, η ίδια η κακοποίηση εμπεριέχει συχνά ένα διπλό μήνυμα μίσους και «αγάπης». Η κακοποιητική συμπεριφορά διέρχεται κατά κανόνα τρία διακριτά στάδια. Στο πρώτο στάδιο έχουμε την «αύξηση της έντασης» που συνοδεύεται συχνά με προσβολές και απειλές. Στο δεύτερο στάδιο, την «έντονη επίθεση» που παίρνει συχνά τη μορφή ανεξέλεγκτης σωματικής επιθετικότητας, βίαιης και επικίνδυνης συμπεριφοράς. Το τελευταίο στάδιο είναι αυτό της «απολογίας». Ο κακοποιητής γίνεται συμπονετικός, περιθάλπει το θύμα του και υπόσχεται ότι η συμπεριφορά του δεν θα επαναληφθεί. Πολύ συχνά βέβαια, απλώς καθησυχάζει τον εαυτό του διατηρώντας μια θετική αυτοεικόνα και μεταθέτοντας την ευθύνη στο θύμα: «Το ξέρεις ότι δεν μου αρέσει να μου βγάζεις αυτό το κομμάτι του εαυτού μου… προσπαθώ πολύ να μην χάσω τον έλεγχο, αλλά όταν αρχίζεις την γκρίνια… σιχαίνομαι τον εαυτό μου όταν κάνω τέτοια πράγματα… το ξέρεις ότι είσαι ο,τι πιο σημαντικό έχω…».
Οι γυναίκες που φτάνουν στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή δεν είναι απλώς θύματα. Τις περισσότερες φορές έχουν πειστεί ότι είναι ως έναν βαθμό και θύτες. Και η φωνή της κοινωνίας που ρωτάει «μα γιατί δεν έφευγε;», όταν πια είναι πολύ αργά, είναι η ίδια η φωνή αυτών που μέχρι χθες έλεγαν «καλά, πώς κάνεις έτσι;». Είναι η φωνή όσων δεν γνωρίζουν ότι από τη φύση της η βία είναι παραλυτική και η ενδυνάμωση του θύματος ενάντια στον θύτη δεν είναι απλώς μια απόφαση του τύπου «πίστεψέ το και θα γίνει».
Οι γυναίκες που έρχονται στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή για να διαχειριστούν ενδοοικογενειακά προβλήματα, συχνά αργούν να αποκαλύψουν τον «ελέφαντα στο δωμάτιο»: την κακοποίηση. Η επιφυλακτικότητα αυτή είναι φυσικά πολυπαραγοντική, ωστόσο σχεδόν πάντα έχει έναν κοινό παρανομαστή. Οι γυναίκες που κακοποιούνται νιώθουν ενοχή. Και, όχι, δεν νιώθουν ενοχή γιατί έχουν μερίδιο ευθύνης, γιατί «φταίνε κι οι δυό». Έχουν ενοχή γιατί αδυνατούν να επικυρώσουν το συναίσθημά τους και γιατί το μήνυμα του κακοποιητή είναι σχεδόν πάντα διπλό.
Η συναισθηματική επικύρωση είναι μια διαδικασία επιβεβαίωσης αυτού που νιώθουμε μέσα από τις αντιδράσεις του περιβάλλοντός μας. Ένα παιδί που έχει την τύχη να μεγαλώσει με γονείς που είναι συντονισμένοι με τις ανάγκες και τα συναισθήματά του και είναι σε θέση να καθρεφτίσουν και να αποδεχθούν όλες τις συναισθηματικές του αποχρώσεις, διαμορφώνει σταδιακά μια θετική εικόνα για τον εαυτό και για τους άλλους. Είναι αυτό που ο Bowlby ονόμασε «ενεργό μοντέλο επεξεργασίας» που απορρέει από έναν ασφαλή πρωταρχικό δεσμό με τα σημαντικά πρόσωπα φροντίδας. Σε αυτή την περίπτωση, η συναισθηματική επικύρωση του περιβάλλοντος εσωτερικεύεται για να διαμορφώσει προοδευτικά μια ισχυρή διαδικασία αυτό-επικύρωσης. Τα παιδιά όμως που δεν είχαν την τύχη να μεγαλώσουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αμφιβάλλουν διαρκώς και ως ενήλικες για την εγκυρότητα των συναισθημάτων τους και εξακολουθούν να αναζητούν την επικύρωσή τους από τους γύρω τους. Στην περίπτωση των κακοποιημένων γυναικών, αυτή η επικύρωση συχνά δίνει τη θέση της στη «συναισθηματική ακύρωση». Η συναισθηματική εμπειρία απορρίπτεται, κρίνεται ή υποτιμάται από το περιβάλλον. «Ξέρεις πως είναι οι άντρες… αν είπε και μια κουβέντα παραπάνω… πάνω στα νεύρα του… ε, μην κάνεις κι εσύ έτσι… δεν έγινε και τίποτα… αφού σου ζήτησε συγγνώμη… σε αγαπάει κατά βάθος, απλώς είναι λίγο απότομος… μα κι εσύ γκρινιάζεις πολύ… δεν μπορεί, κάτι θα του έκανες, δεν είναι τρελός…». Το «με ταπείνωσε» μετατρέπεται πολύ γρήγορα στο «τον έφεραν στα όριά του». Το «δεν με σέβεται» δίνει τη θέση του στο «άντρας είναι, θα πει και μια κουβέντα παραπάνω».
Εκτός αυτού, η ίδια η κακοποίηση εμπεριέχει συχνά ένα διπλό μήνυμα μίσους και «αγάπης». Η κακοποιητική συμπεριφορά διέρχεται κατά κανόνα τρία διακριτά στάδια. Στο πρώτο στάδιο έχουμε την «αύξηση της έντασης» που συνοδεύεται συχνά με προσβολές και απειλές. Στο δεύτερο στάδιο, την «έντονη επίθεση» που παίρνει συχνά τη μορφή ανεξέλεγκτης σωματικής επιθετικότητας, βίαιης και επικίνδυνης συμπεριφοράς. Το τελευταίο στάδιο είναι αυτό της «απολογίας». Ο κακοποιητής γίνεται συμπονετικός, περιθάλπει το θύμα του και υπόσχεται ότι η συμπεριφορά του δεν θα επαναληφθεί. Πολύ συχνά βέβαια, απλώς καθησυχάζει τον εαυτό του διατηρώντας μια θετική αυτοεικόνα και μεταθέτοντας την ευθύνη στο θύμα: «Το ξέρεις ότι δεν μου αρέσει να μου βγάζεις αυτό το κομμάτι του εαυτού μου… προσπαθώ πολύ να μην χάσω τον έλεγχο, αλλά όταν αρχίζεις την γκρίνια… σιχαίνομαι τον εαυτό μου όταν κάνω τέτοια πράγματα… το ξέρεις ότι είσαι ο,τι πιο σημαντικό έχω…».
Οι γυναίκες που φτάνουν στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή δεν είναι απλώς θύματα. Τις περισσότερες φορές έχουν πειστεί ότι είναι ως έναν βαθμό και θύτες. Και η φωνή της κοινωνίας που ρωτάει «μα γιατί δεν έφευγε;», όταν πια είναι πολύ αργά, είναι η ίδια η φωνή αυτών που μέχρι χθες έλεγαν «καλά, πώς κάνεις έτσι;». Είναι η φωνή όσων δεν γνωρίζουν ότι από τη φύση της η βία είναι παραλυτική και η ενδυνάμωση του θύματος ενάντια στον θύτη δεν είναι απλώς μια απόφαση του τύπου «πίστεψέ το και θα γίνει».